αφροδίσιος

αφροδίσιος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. Δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία του. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο χρόνο στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 3. Καταγόταν από την Κιλικία. Θανατώθηκε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιουνίου.
* * *
-α, -ο (Α ἀφροδίσιος, -ον και -ος, -α, -ον) [Αφροδίτη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά του έρωτα Αφροδίτη
2. ο σχετικός με τη σαρκική ηδονή
νεοελλ.
«αφροδίσια νοσήματα» — λοιμώδεις νόσοι που συνηθέστατα μεταδίδονται με τη γενετήσια επαφή (βλενόρροια, μαλακό έλκος, σύφιλη)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀφροδίσια
α) οι σεξουαλικές απολαύσεις ή ηδονές
β) γιορτή προς τιμή της Αφροδίτης
γ) το γυναικείο αιδοίο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἀφροδίσιον
ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη
3. το αρσ. ως ουσ. Αφροδίσιος
ονομασία μηνός στην Κύπρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀφροδίσιος — belonging to the goddess of love masc nom sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίσιος — belonging to the goddess of love masc nom sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδίσιος — α, ο αυτός που έχει να κάνει με τις σαρκικές ηδονές, ο σεξουαλικός: Τα αφροδίσια νοσήματα βρίσκονται σήμερα σε ύφεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀφροδίσιον — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίσιον — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισίων — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισίων — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισίοις — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut dat pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισίοις — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut dat pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”